δημευτικός

δημευτικός
-ή, -ό
αυτός που επιβάλλει τη δήμευση ή αναφέρεται σ’ αυτή: Έχει μπει δημευτικός όρος στα συμβόλαια αγοράς του σπιτιού με δάνειο από το δημόσιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δημευτικός — ή, ό (Μ δημευτικός, ή, όν) Ι. αυτός που αναφέρεται ή αποβλέπει σε δήμευση νεοελλ. αυτός που επιβάλλει καταθλιπτική φορολογία, η οποία ισοδυναμεί με δήμευση («δημευτική φορολογία») II. επίρρ. με τρόπο δημευτικό, που ισοδυναμεί με δήμευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”